- χθόνιος
- ος и ία , ον1) земной; 2) подземный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χθόνιος — in masc nom sg χθόνιος in masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χθονίος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χθόνιος — in masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χθόνιος — α, ο / χθόνιος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ία Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γη 2. αυτός που βρίσκεται κάτω από τη γη, υποχθόνιος, υπόγειος 3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι χθόνιοι μυθ. οι χθόνιοι θεοί και δαίμονες 4. φρ. «χθόνιοι θεοί [ή δαίμονες]»… … Dictionary of Greek
χθόνιος — α, ο 1. αυτός που ανήκει στη γη. 2. αυτός που είναι μέσα στη γη: Οι αρχαίοι πίστευαν πως υπήρχαν και χθόνιοι θεοί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χθονίως — χθόνιος in adverbial χθόνιος in masc acc pl (doric) χθόνιος in adverbial χθόνιος in masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χθόνιον — χθόνιος in masc acc sg χθόνιος in neut nom/voc/acc sg χθόνιος in masc/fem acc sg χθόνιος in neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χθονίων — χθόνιος in fem gen pl χθόνιος in masc/neut gen pl χθόνιος in masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χθονιώτεροι — χθόνιος in masc nom/voc comp pl χθόνιος in masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χθονίοιο — Χθόνιος in masc gen sg (epic) Χθονίος masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χθονίοιο — χθόνιος in masc/neut gen sg (epic) χθόνιος in masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)